- ματέρια
- ἡυπόθεση, θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. materia < λατ. materιa].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματερία — ματερία, ἡ (Α) 1. η ζύμη («ἀλείφεται ἡ μάκτρα ὑποπασσομένης μήκωνος ἐφ ᾗ ἐπιτίθεται ἡ ματερία», Αθήν.) 2. ξυλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. materia «ύλη»] … Dictionary of Greek